-
1 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
2 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
3 έγγραφο
document -
4 έγγραφο
dokument (m) rzecz. -
5 έγγραφο
1) doklad2) dokument3) listina4) průkaz -
6 έγγραφο
documentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έγγραφο
-
7 τέτοιο έγγραφο
ваквиот документГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τέτοιο έγγραφο
-
8 betik
έγγραφο, γράμμα -
9 name
έγγραφο, γράμμα, βιβλίο, κώδικας -
10 dokument
έγγραφο -
11 document
έγγραφο -
12 dokument
έγγραφο -
13 акт
акт м 1) (действие) η πράξη 2) (документ) το έγγραφο подписать \акт υπογράφω το έγγραφο 3) театр, η πράξη* * *м1) ( действие) η πράξη2) ( документ) το έγγραφοподписа́ть акт — υπογράφω το έγγραφο
3) театр. η πράξη -
14 документ
-а α.1. έγγραφο, γραπτό, χαρτί, ντοκουμέντο•оправдательный документ δικαιολογητικό έγγραφο•
документ признанный недействительным το έγγραφο θεωρήθηκε άκυρο (μη πραγματικό)•
секретный документ μυστικό έγγραφο•
исторический -ιστορικό ντοκουμέντο.
2. πιστοποιητικό• δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα•предъявлять свой документ δείχνω την ταυτότητα μου•
проверка -ов έλεγχος των εγγράφων•
выправить себе документ (απλ.) βγάζω ταυτότητα.
-
15 документ
документм τό ἐγγραφο[ν], τό ντοκουμέντο / τό πιστοποιητικό[ν] (удостоверение):\документы (личные) τά πιστοποιητικά, τό δελτίον ταυτότητος· предъявлять \документы δείχνω τά πιστοποιητικά, δείχνω τό δελτίο ταυτότητος· оправдательный \документ τό δικαιολογητικό ἐγγραφο· секретный \документ τό μυστικό ἐγγραφο· исторический \документ τό ιστορικό ντοκουμέντο. -
16 грамота
-ы θ.1. γράμματα (γραφή κ. ανάγνωση)•учиться -е μαθαίνω γράμματα (να γράφω κ. να διαβάζω).
|| στοιχειώδεις γνώσεις.2. γράμμα•почетная грамота τιμητικό γράμμα•
похвальная грамота γραπτός έπαινος.
|| δίπλωμα (τίτλος)•дворянская грамота δίπλωμα ευγενείας•
жалованная грамота έγγραφο περιβολής με εξουσία ή με αξίωμα•
верительные -ы τα διαπιστευτήρια•
отзывные -ы εύφημη γραπτή μνεία•
судная грамота δικαστικό έγγραφο, δικόγραφο•
ратификационная -επικυρωμένο έγγραφο•
купчая грамота πράξη αγοραπωλησίας•
государева грамота απόφανση του άνακτα.
3. παλ. επιστολή, γράμμα.εκφρ.филькина - – κουρελόχαρτο, παλιόχαρτο, όλο ανορθογραφίες. -
17 грамота
грамота ж 1) τα γράμματα (οι στοιχειώδεις γνώσεις) 2) (документ ) το έγγραφο почётная \грамота το δίπλωμα τιμής, το έπαινο* * *ж1) τα γράμματα (οι στοιχειώδεις γνώσεις)2) ( документ) το έγγραφοпочётная гра́мота — το δίπλωμα τιμής, το έπαινο
-
18 документ
документ м το έγγραφο, το ντοκουμέντο το χαρτί το πιστοποιητικό (удостоверение)* * *мτο έγγραφο, το ντοκουμέντο; το χαρτί; το πιστοποιητικό ( удостоверение) -
19 талон
-а α.1. δελτίο, κουπόνι.2. απόκομμα ομολογίας ή τίτλου.εκφρ.открепительный талон – έγγραφο διαγραφής από μέλος κομματικής ή κομσομόλικης οργάνωσης•прикрепительный талон – έγγραφο σύνδεσης με άλλη οργάνωση κομματική ή κομσομόλικη. -
20 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
См. также в других словарях:
έγγραφο — το γραπτή διατύπωση πράξης σύμφωνα με καθορισμένο τύπο, με την οποία ανακοινώνεται ή βεβαιώνεται ή διατάζεται ή αποδείχνεται κάτι: Δημόσιο έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγγραφο — το (AM ἔγγραφον) βλ. έγγραφος … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek
βιογραφικό σημείωμα — Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για… … Dictionary of Greek
έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek